Κάποια πράγματα μπορεί να φαντάζουν απλά και χωρίς αξία.
Αν κάποιος έπαιρνε στα χέρια του μια μεγάλη σακκούλα γεμάτη κουρέλια υφασμάτων, το πιο πιθανό είναι να μην έδινε κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Εκτός κι αν ασχολείται με το patchwork, οπότε μπορεί να νιώσει, ότι βρήκε ένα μικρό θησαυρό.
Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ, όταν σήμερα το πρωί έλαβα από τη θεία μου αυτό το δέμα.
Κουρελάκια από διαφορετικές ποιότητες και σε διάφορα μεγέθη και χρώματα, για να τα χρησιμοποιήσω στην αγαπημένη ενασχόληση της ραπτικής.
Όμως, όταν άνοιξα την τσάντα, πέρα από τη χαρά με έπιασε ένα ρίγος συγκίνησης.
Όλα αυτά είναι κουρελάκια, που είχε ετοιμάσει η γιαγιά μου, προφανώς για να τα χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή στις δικές της δημιουργίες. (Σας έχω ξαναμιλήσει για εκείνη στο “Τα πατσγουορκ της γιαγιάς μου”.)
Ήταν χρυσοχέρα με ό,τι καταπιανόταν και κάθε τι, που έφτιαχνε ήταν προσεγμένο στη λεπτομέρεια. Ήταν τέλειο!
Δεν άφηνε τίποτα ανεκμετάλλευτο και προσπαθούσε να αξιοποιήσει δημιουργικά, ό,τι περισσότερο μπορούσε.
Σε αυτή την τσάντα, λοιπόν, είχε κουρελάκια για πράγματα που σχεδίαζε ή θα σχεδίαζε να φτιάξει.
Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να τα ετοιμάσει.
…………………………………
Πριν από 32 χρόνια η γιαγιά μου και ο παππούς μου σκοτώθηκαν μαζί σε ένα τροχαίο δυστύχημα και έφυγαν, όπως ήταν σε όλη τη ζωή τους. Μαζί.
Σας το λέω έτσι απότομα, όσο “βίαια” και σκληρά έφυγαν από τη δική μας ζωή.
Όταν άνοιξα την τσάντα, λοιπόν, και έπιασα στα χέρια μου αυτά τα κουρελάκια, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα τα μάτια μου.
Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια και εγώ σήμερα έκλαιγα πάλι για τη γιαγιά μου.
Είχα στα χέρια μου πανάκια, που εκείνη είχε πιάσει για τελευταία φορά και θα είχε κάποια έμπνευση, για να δημιουργήσει.
Τα κουρελάκια της χωρισμένα κατά χρώμα και ποιότητα σε διαφορετικά τσαντάκια.
Και τώρα, τόσα χρόνια μετά ήρθαν στα δικά μου χέρια, για να τα χρησιμοποιήσω εγώ.
Πώς;
Δεν σας κρύβω, ότι έχω μπλοκάρει.
Φοβάμαι, ότι μπορεί να τα χαλάσω, ότι μπορεί να μην φτιάξω κάτι όμορφο, αλλά την ίδια ώρα σκέφτομαι, πως ό,τι κι αν φτιάξω, θα έχει ένα κομμάτι από εκείνη και ότι τελικά ίσως καμάρωνε λίγο-τόσο δα, που ασχολούμαι με αγάπη με κάτι, που η ίδια λάτρευε.
Για την ώρα δεν μπορώ να σκεφτώ, τί θα τα κάνω.
Όσες φορές τα πήρα στα χέρια μου, να τα ξεδιαλύνω, θαμπώνει η ματιά μου.
Νιώθω περήφανη, που ήταν η γιαγιά μου και αυτή την περίοδο, μου λείπει.
Την σκέφτομαι σχεδόν κάθε βράδυ, που παιδεύομαι με τα πανάκια και τις κλωστές μου.
Θα ήθελα να της δείξω αυτά, που φτιάχνω και να της πω,
“Κοίτα, γιαγιά, τί έμαθα να φτιάχνω! Μπορείς να μου δείξεις κι εσύ, πώς να γίνω καλύτερη;”
Δεν θα την φτάσω ποτέ.
Ό,τι κι αν κάνω.
Γιατί ήταν η τέλεια και πάντα θα την έχω ψηλά.
Και προσπαθώντας να την την φτάσω, θα γίνομαι καλύτερη.
Με τα κουρελάκια της γιαγιάς μου.
Μαμά Μαμαδοπούλου
No Comments