Στην τελική ευθεία για τις Πανελλήνιες εξετάσεις αρκετά χρόνια πριν.
«Φύτουλας» της Γ’ Δέσμης η γράφουσα, ξυπνάω και κοιμάμαι αγκαλιά με ένα βιβλίο (ή και περισσότερα). Δεν χρειάζομαι κάτι παραπάνω.
Βασικά δεν χρειάζομαι γιατί η μάνα είναι σε κατάσταση alert.
Πώς το λένε, «Η επιθυμία σας, διαταγή μας»;
Ε, εδώ ήταν, «Υποθέτουμε την ανάγκη σας και την προλαβαίνουμε, πριν εκδηλωθεί. Παναζία μου, μην και εκδηλωθεί!»
Πριν νιώσω δίψα, έχει έρθει με ένα 2λιτρο παγωμένο τσάι (λες και είχα διασχίσει τη Σαχάρα).
Πριν ζεσταθώ, έχει κουβαλήσει τον ανεμιστήρα της θειάς από το διπλανό διαμέρισμα.
Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει, έχει λαλήσει εκείνη για να προλάβει να κάνει τις δουλειές της και να είναι διαθέσιμη (μήπως και χρειαστεί), να μου κρατάει το βιβλίο.
Ευτυχώς τουαλέτα πήγαινα μόνη μου, γιατί βασικά…δεν μπορούσε να με σηκώσει.
Είχε αρχίσει να αναζητά πώς θα ενισχύσει (Ω! Τι περίεργο!) τη διατροφή μου τις πολύ πιεσμένες τελευταίες ημέρες.
Μαγείρευε συνέχεια και κάθε μεσημέρι το πιάτο μου θύμιζε ποικιλία μεζέδων για 12.
Αφού έτρωγα το 1/3 και έσκαγα, άκουγα τη γνωστή ατάκα:
«Αχ! Νηστικιά έμεινες πάλι!» ??!!!
Και φυσικά, βεβαίως και οπωσδήποτε το εννοούσε.
Γι’ αυτό και ξεκινούσε τις ετοιμασίες για κάτι ελαφρύ για το απόγευμα.
Καμιά 30αριά λουκουμάδες, 7-8 αυγόφετες, μια λαμαρίνα τυροπιτάκια…
Όλα για μένα!
Λίγες μόλις μέρες πριν από την έναρξη των Πανελληνίων έψαχνε να βρει το καταλληλότερο πρωινό για την ημέρα των εξετάσεων.
Δεν υπήρχε το internet, οπότε διάβαζε περιοδικά, έβλεπε εκπομπές, ρωτούσε γιατρούς, μιλούσε με φαρμακοποιούς. (Σε χαρτορίχτες δεν πήγε!)
Συζητούσε με την κολλητή της γειτόνισσας της κυρία Λίτσας, που η κόρη της είχε μία φίλη που πέρασε πρώτη στην Ιατρική Αθηνών λίγα χρόνια πριν…
Κάτι θα ήξεραν όλοι αυτοί.
Έκανε τη δική της έρευνα αγοράς, τέλος πάντων.
Είχε μπερδευτεί.
Να μου φτιάξει αυγά; Να μου φτιάξει τοστ; Να μου βάλει δημητριακά; Ψωμί με μέλι;
Την 1η μέρα των εξετάσεων είχα βάλει το ξυπνητήρι στις 05:30.
Ήθελα να σηκωθώ με την ησυχία μου.
Να κάνω ένα ντους, να πάρω ήρεμα το πρωινό μου στο μπαλκόνι και να ετοιμαστώ για το εξεταστικό κέντρο.
Χτυπάει το ξυπνητήρι.
Ανοίγω το βλέφαρο και βλέπω μπροστά μου ένα δίσκο πρωινού με… ένα τεράστιο κανταΐφι να με κοιτάει!
Μάλλον δεν είδα καλά, σκέφτομαι.
Ανοίγω ξανά τα μάτια μου και… ναι!
Το τεράστιο κανταΐφι ήταν όντως εκεί.
Μπαίνει στο δωμάτιο η μάνα και την κοιτάζω όλο απορία, δείχνοντάς της το κανταΐφι (δεν είχα αρθρώσει λέξη ακόμη, νόμιζα ότι ονειρευόμουν).
«Α, αγάπη μου! Μίλησα χτες το βράδυ με τον κύριο Μιχάλη (καθηγητής).
Μου είπε ότι πριν φας το πρωινό σου, θα σε βοηθήσει να φας ένα σιροπιαστό γλυκό.
Πήγα στο φούρνο, μόλις άνοιξε (Τι ώρα;;; Μα… ήταν 05:30. Είχε ξυπνήσει το φούρναρη;)
και σου πήρα ένα κανταΐφι! Θα σε βοηθήσει.»
Duhhhhh!!
Ευτυχώς, που δεν της πρότειναν κάτι σε κρεατικό.
Την είχα ικανή να τρέχει στα «Βλάχικα» ξημερώματα.
***************
Aυτή η ιστορία μου ήταν η μία από τις 3 ιστορίες μαμάδων blogger του διαγωνισμού “Άσε τη μαμά-blogger να….Lanes”
Μαμά Μαμαδοπούλου
7 Σχόλια
καλα γελασα πολυ! δεν μου ανοιγει το λινκ απο κινητο. θα μοω αυριο απι λαπτοπ. ακου εκει κανταιφι! θα κανω σκηη στη μαμα μου που μου εφερνε μονο σοκολοτα!
Στάσου, μύγδαλα!
Δεν φταίει η καημένη η μαμά σου.
Ήταν οι συμβουλάτορες, που είχε η δικιά μου. Αν της έλεγαν σοκολάτα, θα μετακόμιζε στο εργοστάσιο του Παυλίδη! :p
Νομίζω οτι απο τη μια είχε αγχωθει και η ίδια και απο την άλλη ήθελε να σε ευχαριστήσει με τον τροπο της και την περιποίηση της!!! Τι πιο ωραίο!!!
Μόνο είχε αγχωθεί; Αν μπορούσε θα πήγαινε εκείνη να δώσει εξετάσεις.
Ήταν η τόση αγάπη που έψαχνε τρόπο να εκδηλωθεί! 🙂
Έλιωσα με την ατάκα “είδα ένα τεράστιο κανταϊφι να με κοιτάει”. Προσπάθησα να το κάνω εικόνα και γελάω μόνη μου σαν τη χαζή!
Πάντως να σε κυνηγάει να φας όταν δίνεις πανελλήνιες, είναι φυσιολογικό! Εμένα που είμαι 40 με δύο παιδιά και με κυνηγάει με το πορτοκάλι στο χέρι;
Τώρα που το έγραφα, γελούσα κι εγώ, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν τρομακτικό και για τους δυό μας (το κανταϊφι κι εμένα :p).
Κοίτα, αυτό που σε κυνηγάει στα 40 σου με το πορτοκάλι στο χέρι, μην το λες για κακό.
Με κυνηγάει στα 43 μου! :p
[…] Τα καταϊφια που μου έφερε εκείνα τα πρωινά… (“Αχ! Νηστικιά έμεινες πάλι!”) […]