Ξυπνάω πολύ ώρα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι.
05:30
Έλα, κοιμήσου λίγο ακόμη.
Κλείνω τα μάτια με μία μικρή ανακούφιση, ότι έχω μία ώρα ύπνου μπροστά μου.
Τρυπώνει η πρώτη σκέψη και γίνεται εικόνα μπροστά στα μάτια μου.
Μου θυμίζει τα cartoon οπου ο Τζέρυ θέλει να εκνευρίσει τον Τομ και μπαίνει κάτω από τα βλέφαρα του γατούλη που κοιμάται.
Έτσι.
Τη διώχνω.
Ξου! Θα ασχοληθώ μαζί σου, όταν ξυπνήσω.
Η σκέψη γίνεται ενοχλητικό κουνούπι και αρχίζει τα “Βζζζζζζζζ!! Βζζζζζζζ!” δίπλα στο αυτί μου.
Φύγε, σου λέω! Εγώ έχω συμφωνία με τα κουνούπια και το καλοκαίρι δεν με πλησιάζουν.
Δεν είσαι κουνούπι. Εξαφανίσου για λίγο ακόμη.
Έρχεται σαν φως, σαν προβολέας που πέφτει μπροστά σου.
ΟΚ! Eντάξει! Παραδίνομαι.
Σηκώνομαι. Δεν υπάρχει περίπτωση να κοιμηθώ.
Βγαίνω στο μπαλκόνι και απλώνω ρούχα από το μεταμεσονύκτιο πληντύριο, μετρώ μανταλάκια και αποφασίζω να ασχοληθώ για λίγο με τις εκνευριστικές σκέψεις που με ξύπνησαν.
Σκέφτηκα να τα βάλω με το υποσυνείδητό μου, που τις άφησε να βγουν πριν τις 06:30, αλλά σκέφτομαι, πόσα να αντέξει κι αυτό. 43 χρόνια σείεται.
Κι αρχίζω να σκέφτομαι όλα όσα είχα αφήσει στο stand by από το προηγούμενο βράδυ.
(Σκατούλες-συγγνώμη κιόλας- στο stand by τα είχα. Ελεύθερα κυκλοφορούσαν στο κεφάλι μου.)
Κάνω μπάνιο, ετοιμάζω πρωινό, τα ρούχα που θα φορέσω, ξυπνάω τη μικρή και σε λίγη ώρα είμαστε έτοιμες να φύγουμε για το σχολείο και τη δουλειά.
Αυτό το παιδί 9 στις 10 φορές, όταν ξυπνάει το πρωί δεν σταματάει να μιλάει, να ρωτάει, να διηγείται, να τραγουδάει, να χορεύει, να κάνει πράγματα, που όσο γίνονται πιεστικά κάποιες φορές που το μυαλό μου είναι αλλού, άλλο τόσο τα λατρεύω γιατί είναι εκεί να τραβούν το μυαλό μου από το “αλλού”.
Την αφήνω στο σχολείο και λέω στις εκνευριστικές σκέψεις :
Eμπρός, λοιπόν! Είμαι δική σας. Φάτε με! (Το είπα γιατί έχω τη σιγουριά ότι δεν τρώγομαι με τίποτα).
Κι αυτές νομίζουν, ότι μπορούν να με φάνε.
ΧΑ!
Κι όσο με κατακλύζουν, νιώθω τον ήλιο να με χτυπά στα μάτια και είναι πιο δυνατός από αυτές.
Κι όσο φωνάζουν, ακούω το νέο αγαπημένο μου τραγούδι και χτυπώ στο ρυθμό το ποδαράκι μου.
Κι όσο τις εκνευρίζω και προσπαθούν να γίνουν ανελέητες, σκέφτομαι το χαμόγελό της.
Κι όσο με πιέζουν, φέρνω στο μυαλό μου τις φιγούρες που κάνει όταν χορεύει το αγαπημένο της “Happy”.
Κι όσο θέλουν να με αγχώσουν, κλείνω τα μάτια και μυρίζω το άρωμα από το λαιμό της.
Τη μυρωδιά της, που παίρνω κάθε βράδυ, όταν βουτώ το πρόσωπό μου στον ώμο της.
Μια βουτιά, που κάνω με κλειστά μάτια γιατί ξέρω που θα βγω.
Μια βουτιά που με πάει σε έναν πανέμορφο βυθό με τους ρόλους να εναλλάσσονται.
O γονιός δίνει δύναμη και σταθερότητα και το παιδί γίνεται πηγή ενέργειας, πυξίδα προς το φως, προς την ομορφιά.
“Εγώ σ’ ευχαριστώ
Που κολυμπάω στο βυθό σου
Σαν κύμα φτάνω ως το λαιμό σου
Εγώ σ’ ευχαριστώ”
Ένα τραγούδι, που της άρεσε όταν ήταν μικρή και φορές της το τραγουδούσα να τη νανουρίζω, χωρίς να ξέρω ότι χρόνια μετά θα εννοούσα κάποιους στίχους.
Ναι. Ξέρω, ότι είναι ερωτικό τραγούδι.
Αλλά και τραγούδι μεγάλης αγάπης.
Μαμά Μαμαδοπούλου
Εγώ άμα σε φιλώ
Θα είμαι πια παιδί δικό σου
Και όταν καίει το μέτωπό σου
Εγώ θα σε φιλώ
Και θα σου παίρνω τον καημό σου
Εγώ που σε μισώ
Θα μάθω το συνδυασμό σου
Ν’ ανοίξω ένα γυρισμό σου
Εγώ που σε μισώ
Χαϊδεύω κάθε φέρσιμό σου
Εγώ σ’ ευχαριστώ
Που κολυμπάω στο βυθό σου
Σαν κύμα φτάνω ως το λαιμό σου
Εγώ σ’ ευχαριστώ
Και ας πνιγώ για το καλό σου
No Comments