Από την 1η μέρα που επιλέξαμε το σπίτι μας με τον καλό μου, είχαμε ονοματίσει το ένα δωμάτιο ως “παιδικό”.
Θα ήταν το δωμάτιο που θα κοιμόταν και θα περνούσε τις ώρες του το παιδί, που ευχόμασταν ότι θα αποκτήσουμε.
Είχαμε τη δυνατότητα και επιλέξαμε ένα σπίτι που είχε, 3 υπνοδωμάτια.
Το ένα θα ήταν η κρεβατοκάμαρά μας και τα άλλα δύο τα παιδικά.
Αν και αποκτήσαμε ένα παιδί, το σπίτι μας έχει δύο παιδικά δωμάτια.
Το ένα της κόρης μου και το άλλο το γραφείο καλού μου! :p
Ω, ναι!
Δεν χρειάζεται να σας πω κάτι περισσότερο. Νομίζω αντιλαμβάνεστε…
Είχαμε την τύχη και τη δυνατότητα, να έχουμε αυτό το σπίτι, που θα πρόσφερε τον προσωπικό χώρο στον κάθε ένα από εμάς.
Αρκετές φορές όταν με την κόρη μου συζητάμε για τη δική μου παιδική ηλικία, της έκανε εντύπωση, όταν της έλεγα ότι δεν είχα ένα δωμάτιο με δικά μου παιδικά έπιπλα.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μας ζούσαμε σε ένα σπίτι που παρείχε η εταιρία, στην οποία εργαζόταν ο πατέρας μου και είχε 1 κρεβατοκάμαρα, 1 καθιστικό και 1 σαλοτραπεζαρία. Παιδικό δωμάτιο δεν υπήρχε.
Το αγαπήσαμε πολύ αυτό το σπίτι. Ήταν το σπίτι μας.
Στο συγκεκριμένο οικισμό, δεν είχες τη δυνατότητα να επιλέξεις κάτι άλλο. Ούτε καν επιλογή για να νοικιάσεις.
Οπότε μεγαλώσαμε στο συγκεκριμένο σπίτι. Η μαμά το είχε κάνει κουκλίστικο και πολύ ζεστό.
Εγώ με τον αδερφό μου κοιμόμασταν στο σαλόνι, όπου είχε δύο μεγάλους καναπέδες, που γινόντουσαν κρεβάτια.
Όταν διαβάζαμε, εγώ κλεινόμουν στη σαλοτραπεζαρία και άπλωνα τα βιβλία και τα τετράδιά μου στο τραπέζι της τραπεζαρίας και ο αδερφός μου στο καθιστικό.
Αυτό σήμαινε, ότι τις ώρες που διαβάζαμε στο σπίτι έπρεπε να υπάρχει ησυχία.
Δεν μπορούσαμε να απομονωθούμε σε κάποιο δικό μας χώρο, οπότε φίλοι και συγγενείς δεν έπαιρναν τηλέφωνο (σε κάποιες περιπτώσεις η μαμά το έβγαζε από την πρίζα) και βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξει η τηλεόραση για να δει κάτι η μαμά ή ο μπαμπάς.
Η μαμά είτε έκανε δουλειές στην κουζίνα, είτε καθόταν με κάποιο εργόχειρο χωρίς να μιλάει κοντά στον ένα ή στον άλλο (συνήθως κοντά στον αδερφό μου για να παρακολουθεί, ότι διαβάζει και δεν παίζει).
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι η στιγμή που κάθε βράδυ υπήρχε αυτή διαδικασία – ιεροτελεστία του στρώσιμου των κρεβατιών μας.
Θα θυμάμαι πάντα τη μαμά να ξεδιπλώνει και να απλώνει στον αέρα τα σεντόνια και εμείς να τρέχουμε να χωθούμε από κάτω, για να τα νιώσουμε να μας σκεπάζουν.
Πόσο μοσχομύριζαν φρεσκάδα από το απορρυπαντικό αλλά και από το καθημερινό αέρισμα στο μπαλκόνι!
Ναι. Γινόταν καθημερινό αέρισμα το πρωί, με την ευκαιρία που τα ξέστρωνε (κι έτσι το δωμάτιο ήταν πάλι έτοιμο για πιθανή υποδοχή της παρέας της μαμάς, που πάντα ήταν κοινωνική).
Φυσικά αυτή η διαδικασία άρχισε να γίνεται βαρετή, όταν πια γίναμε κοτζαμάν μοσχάρια και έπρεπε να στρώνουμε και να ξεστρώνουμε το κρεβάτι μόνοι μας.
Δεν μπορούσαμε να αφήσουμε το δωμάτιο έτσι, ούτε καν για λίγο γιατί ήταν κοινός χώρος του σπιτιού.
Θυμάμαι, που στην εφηβεία μου ήθελα να κολλάω αφίσες με τους αγαπημένους μου τραγουδιστές στον τοίχο και η μαμά δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο στο σαλόνι. Από τα πολλά παράπονα, με άφησε να κολλήσω κάποιες αφίσες στην πίσω μεριά της πόρτας. Άρχισα να κολλάω σιγά-σιγά μέχρι που μετά από λιγο καιρό είχα γεμίσει την πόρτα και άρχισα να γεμίζω τον τοίχο που ήταν πίσω από την πόρτα (και όλο επεκτεινόμουν…Στο ταβάνι σταμάτησα. :p)
Όταν η μαμά το είδε, της εξήγησα ότι δεν θα πρέπει να την πειράζει, αφού όταν έχουμε κόσμο η πόρτα είναι ανοιχτή και δεν θα φαίνεται ούτε ο τοίχος. Ομολογουμένως ήμουν αποστομωτική, οπότε με άφησε.
Κι ενώ δεν είχαμε δικό μας παιδικό δωμάτιο, το ότι υπήρχε αυτός ο σεβασμός των γονιών μας στις παιδικές και εφηβικές μας ανάγκες ήταν σαν να ήταν όλο το σπίτι ένα παιδικό δωμάτιο.
Ποτέ δεν μας μάλωσαν όταν απλώναμε τα παιχνίδια στο καθιστικό ή το σαλόνι.
Η δική μας υποχρέωση ήταν, όταν τελειώνουμε με το παιχνίδι, να τα μαζεύουμε.
Όταν στην εφηβεία ήθελα να μένω μόνη μου τα απογεύματα και να ακούω μουσική, η μαμά πήγαινε στις φίλες της για καφέ, ο μπαμπάς καταπιανόταν με κάποια δουλειά στην αποθήκη και ο αδερφός μου αλήτευε με το ποδήλατο.
Έτσι απολάμβανα να σηκώνω τη γειτονιά “στο πόδι” με τα τραγούδια.
Είχαμε την τύχη να ζούμε σε ένα χωριό, όπου η αυλή γινόταν προέκταση του σπιτιού.
Με την πρώτη ευκαιρία μας έβρισκες έξω.
Αν και το σπίτι μας ήταν μικρό, το ένιωθα πάντα μεγάλο και χωρούσε τους πάντες.
Φίλους, συγγενείς, γείτονες…
Ίσως γιατί η καρδιά των δικών μου ήταν πάντα ανοιχτή και φιλόξενη.
Οι φίλοι ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι κι ένα επιπλέον πιάτο πάντα στο τραπέζι.
Έχω ζήσει στην πράξη το “Όλοι οι καλοί χωράνε”.
Αλήθεια είναι. 🙂
H ιστορία συνεχίστηκε και τον πρώτο καιρό στην πόλη, όπου για περίπου 1,5 – 2 χρόνια ζούσαμε 4 άτομα σε ένα διαμέρισμα 55 τετραγωνικών.
Κι επειδή κανείς δεν είπε ότι ένα μεγάλο σπίτι δεν είναι υπέροχο, στη συνέχεια μετακομίσαμε σε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα, οπότε ο καθένας είχε το χώρο του πια (και έτσι οι γονείς μου λιγότερη γκρίνια από εμάς).
Κι όμως, τις περισσότερες ώρες με τον αδερφό μου αναζητούσαμε o ένας τον άλλο και τρόπο να είμαστε μαζί.
Θυμάμαι με πολλή γλύκα εκείνα τα χρόνια και τώρα που έχω μεγαλώσει κι έχω το δικό μου σπίτι, τη δική μου οικογένεια, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι τη γλύκα και τη ζεστασιά του σπιτιού δεν την κάνουν τα κτίρια και οι φωτισμοί, αλλά οι καρδιές των ανθρώπων. 🙂
Μαμά Μαμαδοπούλου
Image by Designed by Freepik
2 Comments
Ανατρίχιασα!!!!! Ειδικα στην εικονα που η μανουλα στρωνει τους καναπεδες και εσεις χωνεστε απο κάτω:)
Έτσι ακριβώς είναι αγαπημένη!!!! Τα σπιτια ειναι οι ανθρωποι.
Και εμείς τώρα μένουμε 4μελης φαμίλια σε 72 τμ και παρολο που δεν εχω χώρο (ξερεις αλλωστε πως μια γυναικα δεν ποτε αρκετα παπουτσια και αρκετα ντουλάπια!!!) και τα παιδια μου διαφορετικου φυλου μοιράζονται ενα μικρο υπνοδωματιο και πολλοι μου λενε οτι ειναι λάθος,
αγαπω τοσο αυτο το σπιτακι μας, ειναι τοσο ζεστο και αγαπησιαρικο που δεν θα το αλλαζα με καποιο μεγαλυτερο:)
Αλλωστε αυτο μπορουμε, αυτό εχουμε και παλι καλα που εχουμε ενα σπιτι να κοιμηθουμε. Αλλοι ανθρωποι δεν εχουν ουτε αυτο!!!
Εισαι υπεροχη!!!
Αγάπη σου στέλνω, μωρέεεεε!!! <3