slider ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ KIDS' CLOUD ΜΟΥΣΙΚΗ

ΣΠΟΡΟΣ ΨΥΧΗΣ, ΟΙ ΝΟΤΕΣ ΜΙΑΣ ΚΙΘΑΡΑΣ. :)

19 Ιανουαρίου, 2014

Κοριτσάκι μικρό, ήταν δεν ήταν τεσσάρων ετών, έπαιζε στην αυλή του σπιτιού.

Είχε στα χέρια της εκείνη την κούκλα με τα στραβοκουρεμένα μαλλιά, την οποία χρησιμοποιούσε για να προκαλεί σε παιχνίδι τη γάτα τους.

Της άρεσε να ξεσηκώνει το γατί και να το κάνει να προσπαθεί, να γραπώσει το κεφάλι της κούκλας.

Στα παιδικά της μάτια η κούκλα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον.

Για την ακρίβεια καμία κούκλα δεν είχε ενδιαφέρον για εκείνη.

Η μαμά έπινε καφέ με τη γειτόνισσα στο τραπέζι φερ φορζέ, που ήταν λίγα μέτρα πιο κει.

Καλοκαίρι και οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές.

Οι κουρτίνες ανέμιζαν με το μικρό αεράκι. Φούσκωναν και ξεφούσκωναν.

Τα τζιτζίκια είχαν στήσει τη δική τους μονότονη χορωδία, όταν από το σπίτι της γειτόνισσας άρχισε να ακούγεται μουσική.

Χαμηλή ένταση και ο ήχος ήταν λίγο πιο μεταλλικός από αυτόν που άκουγε από το ραδιόφωνο της μαμάς-αυτό που της άρεσε να πατάει κουμπιά και να ακούει μουσική.

Ο ήχος ήταν καθαρός και ερχόταν από τη μπαλκονόπορτα που ήταν το παιδικό δωμάτιο.

Η μικρούλα περίεργη άφησε την κούκλα δίπλα στη γάτα και σηκώθηκε αναζητώντας τον ήχο.

Προχωρούσε και βήμα βήμα ένιωθε σαν να μαζεύει νότες μέσα της.

Βήμα ντο.

Βήμα λα.

Βήμα….και τόνος μινόρε.

Ήταν σαν μαγνήτης.

Έφτασε έξω από την μπαλκονόπορτα και ο ήχος ήταν πια δυνατός.

Μέσα από τη διάφανη κουρτίνα έβλεπε το έφηβο κορίτσι να είναι αγκαλιά με μία κιθάρα και να χαϊδεύει με τα χέρια της τις χορδές.

Ένιωθε λες και ήταν μαγεία.

Χάζευε την κοπέλα που πατούσε τα τέστα και είχε μαγευτεί.

Έμεινε ώρα να την παρακολουθεί μέχρι που κάποια στιγμή η μικρή μουσικός την είδε, της χαμογέλασε και την κάλεσε να μπει στο δωμάτιο.

Πλησίασε και είχε ανοίξει διάπλατα τα τεράστια μάτια της.

Αυτή ήταν λοιπόν, η κιθάρα που είχε δει στην τηλεόραση να παίζουν κάτι κύριοι.

Πήγε κοντά και άπλωσε το χεράκι της στις χορδές.

Κοίταξε το κορίτσι, σαν να περίμενε να της δώσει έγκριση να δώσει το δικό της χάδι.

“Έλα” της είπε. “Κάντες κι εσύ να βγάλουν μουσική.”

Η μικρή χτύπησε τις χορδές, ενώ η έφηβη πατούσε στα τέστα μία συγχορδία.

Ρίγος διαπέρασε το τετράχρονο κοριτσάκι.

Είχε παίξει μουσική.

Δεν είχε σημασία, αν δεν ήταν εκείνη, που είχε κάνει το συνδυασμό της νότας. Είχε παίξει μουσική!

Άρχισε να γελά και να χοροπηδά.

Κάθισε ώρα μαζί της και όταν η μαμά της πήγε να την πάρει, γιατί έπρεπε να φάει το απογευματινό της, δεν ήθελε.

Έπρεπε όμως, να φύγει.

Το επόμενο απόγευμα περίμενε, πότε η μαμά θα πιεί καφέ με τη γειτόνισσα, για να ξαναπάει έξω από την μπαλκονόπορτα και να ακούσει τη μαγική κιθάρα.

Από εκείνη τη μέρα άρχισε να χαζεύει στην τηλεόραση τους κιθαρίστες και άκουγε πιο προσεκτικά τη μουσική, που έπαιζε το ραδιόφωνο όλη μέρα. Ένιωθε χαρούμενη, γιατί τώρα πια ήξερε πώς είναι να παίζεις μουσική.

‘Ετσι ένιωθε. Για τα τέσσερα χρόνια της,  είχε παίξει και η ίδια μουσική.

Από τότε όποτε τη ρωτούσαν, τί θέλεις να κάνεις όταν μεγαλώσεις, έλεγε “Θα παίζω μουσική και θα τραγουδάω”.

Το πρώτο χειμωνιάτικο απόγευμα, που δεν μπορούσε να είναι έξω στην κοινή αυλή και να παρακολουθήσει την έφηβη φίλη της, θύμωσε.

Άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να απολαύσει την αγαπημένη της συνήθεια. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω, αλλά η μαμά είχε κλειδωμένα.

Έκλαιγε, μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να ακούει αχνά τον μεταλλικό ήχο των χορδών.

Άκουγε τον ήχο μέσα από τον τοίχο. Αυτός ο τοίχος χώριζε τα δύο παιδικά δωμάτια, καθώς τα σπίτια ήταν δίπλα-δίπλα.

Σταμάτησε το κλάμα, σκούπισε τα δάκρυα και τη μύτη της και έμεινε σιωπηλή να ακούει τη μουσική της φίλης της.

Άραγε την είχε ακούσει, που έκλαιγε και είχε αποφασίσει να την κάνει να σωπάσει;

Ποιός ξέρει;

Έτσι κάθε απόγευμα την ώρα που η έφηβη έκανε τη μελέτη με την κιθάρα της, η μικρή καθόταν δίπλα στον τοίχο με τις ξυλομπογιές της και ένα χαρτί και ζωγράφιζε, ακούγοντας μουσική.

Ένα χρόνο αργότερα η έφηβη πέρασε στο Πανεπιστήμιο και έφυγε μακριά.

Η μουσική από το δίπλα σπίτι σταμάτησε.

To ραδιόφωνο έπαιζε όλη μέρα μουσική, αλλά δεν ήταν το ίδιο.

Το κοριτσάκι στεναχωρήθηκε.

Ήταν μέρες που καθόταν δίπλα στον τοίχο, έκλεινε τα μάτια και νόμιζε ότι άκουγε τον μεταλλικό ήχο των χορδών από δίπλα.

Πέρασαν 2-3  χρόνια και στα 7 της ζήτησε από τον Άη Βασίλη, να της φέρει δώρο μια κιθάρα.

Ο Άη Βασίλης άκουσε την επιθυμία της και της έφερε μια κιθάρα παιδική.

Η μικρή απογοητεύτηκε. Δεν ήθελε μια κιθάρα-παιχνίδι.

Αυτή ήταν πλαστική. Δεν είχε καλό ήχο. Ήθελε μια κιθάρα, σαν αυτή που είχε η φίλη της.

Το έλεγε στη μαμά της και έκλαιγε.

Η μαμά την πήρε αγκαλιά και της εξήγησε, ότι ο Άη Βασίλης δεν βρήκε κιθάρα στα μέτρα της, (γιατί δεν υπήρχαν τότε κιθάρες για μικρά παιδιά) της σκούπισε τα δάκρυα και της είπε, ότι όταν μεγάλωνε θα είχε σίγουρα τη δική της κιθάρα.

Τα χρόνια πέρασαν και ένα μικρό αρμόνιο, πήρε τη θέση στο παιδικό δωμάτιο.

Ήταν η παρέα της μικρής, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να πάρει τη θέση που είχε στην καρδιά της η κιθάρα.

Λίγο πριν τελειώσει το Δημοτικό, ήρθε στο σπίτι μια μέρα ο θείος της με μία έκπληξη για την ίδια.

Έκανε ένα ξεκαθάρισμα στην αποθήκη του και βρήκε την κιθάρα, που είχε από τότε που ήταν φοιτητής.

Μόνο που η κιθάρα είχε 5 χορδές. Το 60 κλειδί ήταν χαλασμένο και δεν μπορούσε, να κουρδισει χορδή.

Σκέφτηκε, ότι ίσως η μικρή ανηψιά την ήθελε για να παίζει, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν άρτια.

Τί κι αν είχε μία χορδή λιγότερη; Ήταν μια κανονική κιθάρα και…έβγαζε εκείνο το μεταλλικό καθαρό ήχο, που είχε μείνει στο μυαλό της από τότε που ήταν τεσσάρων ετών.

Άρχισε μόνη της να πειραματίζεται στις συγχορδίες και να προσπαθεί, να βγάλει μουσική.

Ήταν ίσως η πιο πιστή της συντροφιά.

Ούτε θυμάται πόσα απογεύματα και πόσα βράδια πέρασαν παρέα.

Έμεινε με αυτή την 5χορδη κιθάρα για χρόνια.

Δειλά-δειλά είχε “γράψει”-χαράξει επάνω σε αυτήν λέξεια και  τα ονόματα των αγαπημένων της συγκροτημάτων.

Ήταν δύσκολες εποχές και δεν ήταν πρώτη προτεραιότητα για τους γονείς της,να της αγοράσουν μία καλή κιθάρα, οπότε το άφηναν όλο για πιο μετά και για πιο μετά και ο καιρός περνούσε.

Μέχρι που τελειώνοντας το σχολείο, έπιασε την πρώτη της δουλειά για να έχει το δικό της χαρτζηλίκι.

Με τα πρώτα χρήματα που μάζεψε, πήγε σε ένα μαγαζί από τα μεγαλύτερα της πρωτεύουσας  που είχαν μουσικά όργανα και διάλεξε την πρώτη της κιθάρα.

Όταν βγήκε από το μαγαζί, κρατώντας τη δική της, ολοδική της 6χορδη κιθάρα, δεν μπορούσε, να το πιστέψει.

Πήγε στο σπίτι της, την πήρε στα χέρια της και όταν έπαιξε την πρώτη συγχορδία, βούρκωσε.

Έτσι όπως έπαιζε  μουσική, έκλεισε τα μάτια της και της ήρθε η εικόνα από εκείνο το κοριτσάκι με τα ορθάνοιχτα μάτια πίσω από τη διάφανη κουρτίνα.

Χαμογελούσε ευτυχισμένο. 🙂

H ιστορία είναι αφιερωμένη στην αξία του σπόρου, που είτε φυτρώνει σε έναν αγρό, είτε σε ένα μυαλό, είτε σε μία καρδιά, μία ψυχή, είτε σε μία κοιλιά, δίνει μια νέα ζωή.

Ο σπόρος που κρύβει τη σπίθα της ζωής, που μόλις βρει τις κατάλληλες συνθήκες, πετά την πρώτη του ρίζα και μετά απλώνεται και ανθίζει.

Την τιμητική πρόσκληση για να γράψω ένα άρθρο σχετικά με την αξία του σπόρου, τη δέχτηκα μαζί με άλλους blogger από την Έλενα, η οποία  είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχω γνωρίσει που ουσιαστικά αγαπούν και σέβονται τη φύση, αλλά και τις καλλιέργειες (φυτών, ιδεών, συναισθημάτων κλπ).

Μπορείτε να διαβάσετε  δύο άρθρα σχετικά με το θέμα εδώ:

“Αστικός Αγρός Χαλανδρίου”

“Εν Αρχή ην ο Σπόρος”

(Image via Andrew Watson)

Μαμά Μαμαδοπούλου

No Comments

Leave a Reply

You Might Also Like

 

Εγγραφείτε στο newsletter για να μαθαίνετε νέα για εκδηλώσεις, βιβλία,
διαγωνισμούς κ.α.

Διεύθυνση email

Subscribe!