Όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω στο blog, η μικρή ήταν πολύ μικρή, μόλις 5,5 χρονών.
Ήταν εκείνη η εποχή που μοιραζόμενη της εμπειρίες μου, οι μαμάδες με μεγαλύτερα παιδιά με συμβούλευαν να απολαύσω τις στιγμές που ήμασταν κολλημένες η μία στην άλλη, τις αγκαλιές, τα χάδια και όλα αυτά, που στην εφηβεία θα άρχιζαν να μειώνονται, έως και να εξαφανίζονται.
Σε εκείνη την παιδική ηλικία όποτε βγαίναμε στο δρόμο, η δική μου (κυρίως) ανάγκη/ανασφάλεια να την προστατεύσω, μας οδηγούσε να περπατάμε χεράκι-χεράκι.
Μην τυχόν και περάσει μόνη της απέναντι.
Μην τυχόν και σκοντάψει και πέσει.
Μην τυχόν και χτυπήσει.
Μην τυχόν και μην τυχόν.
(Ένα “μην τυχόν” η ζωή μας όλη, από την ώρα, που έμεινα έγκυος.)
Όσο μεγαλώνει το κορίτσι μας, αυτή η παράλληλη πεζοπορία άλλαξε.
Στην αρχή δεν ήθελε να την κρατώ από το χέρι.
Με άφηνε διακριτικά να την κρατώ αγκαζέ ή αγκαλιά.
Μετά κόπηκε κι αυτό.
Σιγά – σιγά αρχίσαμε να περπατάμε παράλληλα χωρίς καμία σωματική επαφή.
Όποτε την επιδίωκα, δεν ήθέλε.
Συνήθως τα πρωινά επειδή φεύγουμε την ίδια ώρα, την αφήνω με το αυτοκίνητο κοντά στο σχολείο και μετά ξεκινώ για τη δουλειά μου.
“Μαμά, όχι έξω από το σχολείο! Πιο εκεί!”αφού, αν δεν το γνωρίζετε, είναι καταστροφικό για τη φήμη της εφήβης να την αφήνει η μάνα έξω από το σχολείο! :p
Πριν λίγες ημέρες είχα μια δουλειά προς την κατεύθυνση του σχολείου, οπότε δεν θα χρησιμοποιούσα το αυτοκίνητο.
Σκέφτηκα να πάμε με τα πόδια παρέα μέχρι εκεί και μετά εγώ να συνέχιζα.
Στην αρχή δυσανασχέτισε “Έλα, βρεεεεε μαμάααα! Δεν ΘΕΛΩ να πάμε μαζί!”
Εγώ επέμεινα, ότι την ήθελα για παρέα.
“Δεν θα ήταν για κάθε μέρα κλπ”, οπότε δέχτηκε και φύγαμε μαζί.
Είχαμε ξεκινήσε μια ευχάριστη κουβέντα και φαινόταν να διασκεδάζει την κοινή διαδρομή μας.
Όταν φτάσαμε σε απόσταση 5 λεπτών από το σχολείο, σταμάτησε και μου λέει,
“Φτάνει τώρα. Μέχρι εδώ. Θα περάσω μόνη μου τη λεωφόρο και εσύ δεν θα με ακολουθήσεις αμέσως. Θα κρατήσεις απόσταση.”.
Χαμογέλασα και της ευχήθηκα “Καλό μάθημα!”.
Είδα ότι πλησίαζε μια συμμαθήτριά της και επειδή ήμουν σίγουρη, ότι δεν θα ήθελε να με δει και να καταλάβει ότι πήγαμε μαζί μέχρι εκεί, γύρισα προς τη βιτρίνα ενός μαγαζιού που ήταν δίπλα μου κι έκανα πως χάζευα (μία βιτρίνα γεμάτη νυφικά και βαπτιστικά. Τί να κάνω κι εγώ; Xάζευα τα νυφικά. Κλασικής γραμμής ήταν. Κι ήταν ένα ιβουάρ σε άλφα γραμμή, καταπληκτικό, αλλά πολύ φοτρωμένο με κέντημα στο μπούστο) .
Είδα τον αντικατοπτρισμό της έφηβής μου να απομακρύνεται και να συναντιέται με τη συμμαθήτριά και χαμογέλασα.
Δεν με πείραξε που με κράτησε μακριά, όπως δεν πειράζουν όλες οι φορές, που δεν θέλει να προχωράμε ή να πηγαίνουμε κάπου μαζί.
Είναι οι δοκιμές της εφηβείας.
Οι δοκιμές προς την ανεξαρτητοποίηση κι εγώ την καμαρώνω, γιατί μεγαλώνει.
Οι δοκιμές που δεν θέλει να κρατά το χέρι κανενός.
Μέχρι την ώρα που θα λαχταρά κάποιος άλλος να της κρατάει το χέρι και δεν θα θέλει να το αφήσει.
Και φιλοσοφώντας σκέφτομαι, ότι αυτός ο δικός μας κύκλος με το περπάτημα χέρι-χέρι, θα κλείσει όταν εκείνη θα θέλει να με κρατάει για να μην φάω τα μούτρα μου περπατώντας, όταν θα είμαι πια γιαγιούλα.
(Γιαγιούλα; Eγώ, γιαγιούλα;
Πώς μου ήρθε τώρα αυτό;
…………….
Άκου “γιαγιούλα”! “Γιαγιάκα” να το καταλάβω.)
Μαμά Μαμαδοπούλου
2 Σχόλια
Τι ωραίο άρθρο. Περιγράφεις τελεια αυτό που ζουμε οι μαμαδες με παιδια στην εφηβεία!!! ο μεγαλος μου γιος 14!! πλεόν δημοσιες οικιοτητες δεν θελουμε !!! αχ αχ
Ωχ! Και νομίζω ότι με τα αγόρια υπάρχει και μεγαλύτερη αυστηρότητα. Σε νιώθω! Χαχαααα!
Σε ευχαριστώ πολύ, Σοφία! 🙂