…σκέφτηκα να πω χτες, που χτύπησε το τηλέφωνο σε κλήση από την κοράκλα μου.
Το περίεργο είναι ότι δεν ήθελα να το πω, γιατί ένιωθα το παράπονο της φράσης, που έχει τόσο πικάρισμα. Σε καμία περίπτωση.
Μου βγήκε να το πω, για να την πειράξω, αλλά δεν ήξερα εάν θα το καταλάβει αμέσως και δεν ήθελα να την πικράνω.
Το ακόμη πιο περίεργο είναι, ότι ποτέ δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο από τη δική μου μητέρα.
Για την ακρίβεια, όταν η μητέρα μου θέλει να εκφράσει το παράπονό της, γιατί δεν μιλήσαμε κάποια μέρα, το κάνει τόσο γλυκά, που μεταφέρει την αγάπη και τη λαχτάρα της, που σε κάνει να νιώσεις όμορφα και σου δημιουργεί μια ανάγκη-επιθυμία να της δώσεις χαρά με κάτι τόσο απλό, ένα ολιγόλεπτο τηλεφώνημα.
Η αντίδρασή μου σε μία τέτοια φράση του τύπου “Μπα; Πώς και με θυμήθηκες;”, θα ήταν να νιώσω άβολα, αφού αμέσως σε φέρνει σε μία κατάσταση, όπου πρέπει να απολογηθείς και με μία δόση επίπληξης.
Το σίγουρο είναι ότι θα πείσμωνα και ίσως από αντίδραση να συνέχιζα μία τέτοια συμπεριφορά απόστασης.
Νομίζω, ότι κατά βάθος το ενδιαφέρον δεν μπορείς να το απαιτήσεις.
Το κερδίζεις μέσα από τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους και τους φέρνεις κοντά σου, όταν τους κάνεις να νιώθουν όμορφα, οπότε τότε σε αναζητούν. 🙂
Επίσης ο κάθε άνθρωπος νιώθει σε διαφορετική ένταση ή διάρκεια συναισθήματα.
Δεν είμαστε όλοι το ίδιο, ούτε ζούμε τις ίδιες καταστάσεις (να μην μιλήσουμε για τα βιώματα κι αρχίσουν οι παρεμβάσεις από τους ειδικούς).
Έχει κλείσει ένας μήνας διακοπών της κόρης μακριά μας και με έχει καλέσει 3 ή 4 φορές, γιατί το ήθελε.
Ήταν οι φορές που ήθελε πραγματικά να πάρει εκείνη τηλέφωνο.
Γιατί ήθελε να ζητήσει κάτι. :p
Είχε βρει δυσκολίες με τον παππού και τη γιαγιά, οπότε κάλεσε για να χρησιμοποιήσει τα “μεγάλα μέσα”.
2 από τις 4 φορές “έφαγε πόρτα” (συγγνώμη για τα ελληνικά μου), ενώ τις άλλες δύο βρήκαμε μία μέση λύση σε αυτό που ζητούσε.
Μέσα σε αυτό το διάστημα μιλάω με τη γιαγιά ή τον παππού κάθε μέρα.
Όχι, δεν μιλάω κάθε μέρα μαζί της. Κάποιες φορές δεν θέλω να τη διακόψω από το παιχνίδι.
Μου έχει λείψει πολύ, αλλά δεν νιώθω άσχημα, που δεν αναζητάει να μου μιλήσει.
Χαίρομαι γιατί περνάει υπέροχα και αυτό είναι το ζητούμενο.
Προχτές το βράδυ μιλούσαμε (ε, ναι! Εγώ είχα πάρει φυσικά.) και μου διηγούνταν πώς πέρασε τη μέρα της.
Λίγο πριν κλείσουμε, όπως κάθε φορά της είπα, “Σ’αγαπώ πολύ!”
“Κι εγώ, μαμά!”μου απάντησε χαμογελαστά.
“Μου έχεις λείψει”, της είπα.
Και δεν μου απάντησε κάτι.
Άκουσα ένα αμήχανο γελάκι.
Ίσως κάποιος να περίμενε, ότι θα με ενοχλήσει, αλλά εγώ χάρηκα για δύο λόγους:
O πρώτος λόγος είναι, γιατί δεν έχει νιώσει αυτή το κενό της απουσίας, αφού περνάει καταπληκτικά.
Σίγουρα θα ένιωθα μια στιγμιαία γλύκα, εάν άκουγα κάτι παρόμοιο με το “Κι εμένα μου έχεις λείψει”, αλλά δεν νομίζω ότι θα μου προσέφερε κάτι περισσότερο. Θα ήταν μια στιγμιαία ικανοποίηση πόσο σημαντική είναι η μανοοοοούλα στη ζωή της.
Σκέφτομαι, ότι για εκείνη ο χρόνος πέρασε πολύ πιο γρήγορα από ό,τι κύλησε για εμάς.
Συνήθως έτσι συμβαίνει όταν περνάμε όμορφα.
Άρα, δεν έχει αντιληφθεί ότι ουσιαστικά έχουμε να συναντηθούμε ένα μήνα κι έχουμε μπροστά μας κι άλλες μέρες.
Έχει ξεχάσει το χρόνο.
Ο δεύτερος λόγος που με έκανε να χαρώ είναι γιατί δεν μου απάντησε κάτι συμβατικά.
Ήταν μία αυθόρμητη αντίδραση, ειλικρινής, αληθινή, με την ευγένεια του χαμόγελου στη φωνή της.
Χαίρομαι που είναι έτσι. Μακάρι να μην εκβιάζεται στην έκφραση συναισθημάτων, που δεν νιώθει, αλλά να σκέφτεται παράλληλα και την ψυχολογία των άλλων, όπως ένιωσα ότι έκανε και στην περίπτωσή μας.
Δεν μου είπε “Εμένα δεν μου έλειψες.”, που αυτή ήταν περίπου η αλήθεια.
Θα ήταν λίγο πιο σκληρό να το ακούσω. Θα έβγαζε μια επιθετικότητα, ακόμη κι αν δεν είχε την πρόθεση να με πληγώσει.
Δεν το έκανε. Απλά χαμογέλασε.
Κάποια στιγμή όμως για να την πειράξω, εγώ θα την πω τη φράση του τίτλου με σοβαρότητα.
Και με το χέρι στη μέση.
“Μπα! Θυμήθηκες τη μάνα σου;”
(Αν δεν με πιάσουν τα γέλια στις πρώτες λέξεις!)
Μαμά Μαμαδοπούλου
No Comments