Είναι φίλη μου από τότε, που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Θα έλεγα ότι αλλάζαμε πιπίλες, αλλά ήμουν πολύ κτητική με το συγκεκριμένο αξεσουάρ!
My precious!
Well, τί λέγαμε;
Α, ναι.
Είναι η πρώτη φίλη της ζωής μου.
(Και) η σχέση αυτή έχει περάσει τις περισσότερες “παιδικές ασθένειες” και την εφηβεία της.
Πλέον έχει αντισώματα. Αντέχει.
Μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο, μαζί δεν κάναμε και χώρια δεν μπορούσαμε.
Εκεί που παίζαμε και κάναμε μαζί τις σκανταλιές, εκεί ανταγωνιζόμασταν στα μαθήματα.
Υπήρχαν οι εποχές που δεν μιλιόμασταν, γιατί “κρατούσαμε μούτρα” η μία στην άλλη, αλλά και αυτές που δεν ξεκολλούσε η μία από την άλλη.
Στην Α’Λυκείου εκείνη έφυγε από το χωριό και ήρθε στην Αθήνα.
Η επικοινωνία δεν σταμάτησε και λόγω της μη ύπαρξης social media και εξαιτίας των ακριβών τηλεφωνικών κλήσεων, η αλληλογραφία έδινε και έπαιρνε.
Γράμμα στο γράμμα και η σχέση παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο.
Η μία πείραζε την άλλη με το δικό μας ξεχωριστό τρόπο.
Το “μου λείπεις” εκφραζόταν με ένα διαφορετικό εφηβικό τρόπο. (“Καθίκι” με ανέβαζε, “σκατόπαιδο” με κατέβαζε….Σε άμεση σχέση μεταξύ τους ως θεματολογία, δεν λέω.)
Ήμασταν διαφορετικές και ίσως γι’αυτό μαγνήτιζε η μία την άλλη.
Καλή κουβέντα, όπως καταλάβατε, δεν λέγαμε μεταξύ μας.
Η γκρίνια και η παραξενιά, που είχαμε όταν μιλούσαμε ήταν κάτι, που θυμίζει τη σχέση που έχουν γιαγιάδες και παππούδες, που είναι χρόνια παντρεμένοι και αυτό που τους τρέφει είναι οι μεταξύ τους παραξενιές και ο απότομος και άγαρμπος τρόπος επικοινωνίας, που τον καθιστά μία έκφραση αγάπης.
Όπως και οι γέροι του Muppet Show.
Όσες ελάχιστες φορές είχαμε ξεστομίσει καλό λόγο η μία στην άλλη, κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Τα χρόνια πέρασαν και η σχέση μας μετρά όσα χρόνια υπάρχουμε….Ε…για την ακρίβεια, ένα χρόνο λιγότερο από τη δική μου ηλικία, γιατί είναι κάτι μήνες μικρότερη (και πάντα θα μου το “χτυπάει”).
Η καθημερινότητα, οι απαιτήσεις των επαγγελμάτων μας, η πίεση του χρόνου και το γεγονός ότι η συνήθεια της παρέας χάθηκε μετά την Α’Λυκείου, οι επαφές μας αραίωσαν.
Η σχέση όμως όχι.
Όποτε συναντιόμαστε από κοντά ή τηλεφωνικά συνεχίζουμε από εκεί, που το έχουμε αφήσει.
Για κάποια χρόνια, οι επικοινωνίες μας ήταν μόνο στις γιορτές μας και στα γενέθλιά μας.
Υπήρχαν εποχές που κάναμε μήνες να τα πούμε και σε ένα τηλεφώνημα τα λέγαμε όλα.
Ανοιχτά, χωρίς “περικοκλάδες”.
Όπως κάνεις με τον αδερφό σου. Ίσως και πιο ανοιχτά.
Και όσο περνούν τα χρόνια, οι συναγωνισμοί-ανταγωνισμοί για την καλύτερη βαθμολογία έχουν εξαφανιστεί και έχει μείνει μόνο το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον, η αγάπη.
Οι ανάγκες των καιρών τα φέρνει έτσι και η φίλη μου πέρυσι έφυγε για το εξωτερικό.
Η επαγγελματική της στέγη είναι πια το Τελ Αβίβ.
Όσο εγώ είμαι social media Junkie, τόσο εκείνη δεν έχει τίποτα από όλους τους λογαριασμούς που έχω εγώ.
Τίποτα. Nada. Nothing.
Ένα e-mail και μόνο.
Από την πρώτη μέρα, που μου ανακοίνωσε ότι θα φύγει, με αναστάτωσε.
Ξαφνικά αυτή η απόσταση, μου δημιούργησε την ανάγκη να έρθω πιο κοντά της.
Πιο πολύ η έγνοια, η προστατευτική διάθεση, παρά η αίσθηση ότι χάνω κάποιον λόγω απόστασης.
Έσκασαν τα γεγονότα στη Γάζα και η έγνοια έγινε ανησυχία.
Τα μηνύματά της με διαβεβαίωναν, ότι όλα είναι καλά, είναι ασφαλής και να μην ανησυχώ.
Απλά έτρεχαν στα κρυσφήγετα 2-3 φορές τη μέρα, όταν ηχούσαν οι σειρήνες.
Κάγκελο η τρίχα μου!
Λίγες μέρες πριν ήρθε στην Ελλάδα για ολιγοήμερες διακοπές.
Φυσικά, κανονίσαμε να τα πούμε από κοντά.
Συνειδητοποιήσαμε, ότι το διάστημα που λείπει, έχουμε πιο συχνή επικοινωνία από ό,τι πριν.
Συναντηθήκαμε πρωί πρωί στο Μοναστηράκι.
Καθίσαμε στο πρώτο cafe που βρήκαμε ανοιχτό και τα είπαμε όλα.
Αυτός ο καφές που αφήνεσαι, μιλάς, μιλάς, μιλάς, χωρίς να διστάσεις στιγμή για το μέχρι πού να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο.
Κι αυτό το κάνεις σε ανθρώπους, που νιώθεις ασφαλής.
Ασφαλής γιατί σε ξέρουν, γιατί σε αγαπούν, σε νοιάζουν και σε νοιάζονται.
Έτσι και με δαύτη.
Λέμε τα καλά μας, τα στραβά μας, τις βλακείες που θα σκεφτούμε και όλα αυτά μένουν εκεί που είμαστε εμείς οι δύο.
Αυτό εγώ το λέω “οικογένεια”.
Σε εκείνο το cafe στο Μοναστηράκι της έδωσα κάτι που βρήκα μέσα σε αναμνηστικά μου συμπτωματικά τις μέρες που ετοιμαζόταν να φύγει για το Τελ Αβίβ.
Το πρώτο της Αλφαβητάρι από την Α’Δημοτικού.
Ούτε ξέρω, πώς είχε βρεθεί μέσα στα πράγματά μου.
Διόλου απίθανο, σε κανένα καβγά μας, να της το είχα βουτήξει, για να “μάθει” (τέτοιες ήμασταν).
Ένα αλφαβητάρι που μετρά 37 χρόνια, τότε που ακριβώς τέτοια εποχή καθόμασταν στο ίδιο θρανίο στην Α΄Δημοτικού και σκοτωνόμασταν στα διαλείμματα.
Ήπιαμε τον καφέ μας, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και είπαμε πόσο αγαπιόμαστε, αφού προσφωνήσαμε η μία την άλλη “σκατόπαιδο” (συγγνώμη κιόλας).
Στο μεταξύ επειδή πάλι θα ξεχάσει να μπει στο blog να διαβάσει τί γράφω, θα της στείλω με mail το link, για να μάθει πόσο την αγαπώ.
Να προσέχεις τον εαυτό σου, μαρή τρελή!
Λαβ γιου όλγουεϊς!
♥
Μαμά Μαμαδοπούλου
2 Σχόλια
Καλησπέρα!Ανοιξα το twitter και έπεσα επάνω στο άρθρο σου!
Υπεροχο ταξίδι ζωής με αμοιβαία συναισθήματα!Πιο γεμάτη δεν γίνεται!Νομιζω οτι ειναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να επισκεφθεις αυτόν τον τόπο τωρα που ειναι ενας τοσο δικός σου άνθρωπος εκει.Θα ειναι ενα ταξίδι ζωής σαν αυτο που εχετε με την φιλη σου.
Να εχεις ενα Καλο βραδυ και όνειρα γλυκα!
Ευχαριστώ πολύ!! 🙂
Εύχομαι να βρω την ευκαιρία. Θα το ήθελα. Φιλιά! 🙂