slider ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ KIDS' CLOUD

ΟΙ ΑΥΛΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΠΛΑ

4 Ιουλίου, 2015

Το μικρό χωριό είναι μια μικρή κλειστή κοινωνία.

Εκεί ξέρει σχεδόν τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Κάποιες φορές γνωρίζουν  πράγματα για το γείτονα, που δεν τα γνωρίζει ούτε ο ίδιος.

Πράγματα που κάποιες φορές είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας, αλλά στην κοινωνία με τα λίγα ενδιαφέροντα φαντάζουν εξαιρετικό αντικείμενο απασχόλησης.

(Image by Ronald Saunders)

Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’80 στη μικρή κοινωνία εμφανίζονται οι έντονες συνδικαλιστικές διαφορές στην κοντινή εταιρία.

Στο μικρό χωριό δεν υπάρχει διαχωρισμός προσωπική και επαγγελματική ζωή.

Μ’αυτούς που δουλεύεις στην εταιρία της περιοχής, μ’αυτούς ζεις.

Δεν μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου την Παρασκευή και να πεις “Το Σαββατοκύριακο θα ηρεμήσω. Θα ξεχάσω το τεταμένο κλίμα που δημιούργησε ο Χ συνάδελφος και τη Δευτέρα θα είμαι αλλιώς”.

Ο Χ συνάδελφος μπορεί να μένει στο απέναντι ή στο δίπλα σπίτι.

Η αυλή σου είναι ακριβώς δίπλα με τη δική του. Θέλεις, δεν θέλεις θα τον βλέπεις, θα τον ακούς. Μπορεί να τον ακούς να αναπαράγει τα περιστατικά της διαφωνίας, να σε φορτίζει και μόνο που τα λέει ή ακόμη και επειδή γνωρίζει ότι είσαι εκεί, να θέλει να σε προκαλέσει σε μεγαλύτερο καυγά.

Έτσι το μικρό χωριό έχει χωριστεί σε στρατόπεδα. Αυτός είναι “έτσι”, αυτός είναι “αλλιώς”.

Ακόμη κι αν εσύ δεν παίρνεις θέση σε όλο αυτό το φανατισμό, σου δίνουν εκείνοι θέση.  Η επιλογή του ανθρώπου που πίνεις καφέ ή παίζεις τάβλι είναι αρκετή για να σε χαρακτηρίσει. “Πράσινος”, “Μπλε”, “Κόκκινος”.

Υπάρχουν άνθρωποι από όλες τις πλευρές που είναι λογικοί και συγκρατημένοι. Λένε τη γνώμη τους ήρεμα, με επιχειρήματα. Ακόμη κι αν το ένα επιχείρημα αντικρούει κάποιο άλλο, ξέρουν να ακούν και να συζητούν. Διαφωνούν αλλά στο τέλος, κάθονται μαζί στο τραπέζι και τσουγκρίζουν ένα ποτήρι κρασί με χαμόγελο. Δεν προσπαθεί ο ένας να κάνει στον άλλο κακό.

Γιατί ήρθε η εποχή που συνέβη και αυτό.

Τότε που η κατάσταση εντάθηκε απότομα. Οι συμπεριφορές άρχισαν να ξεφεύγουν.

Λόγια που πονούν, φωνές, κατάρες, καυγάδες, προκλήσεις που ύψωναν τα λαρύγγια και έφταναν στο σημείο να σφίξουν γροθιές απειλητικά, φέιγ βολάν εξυβριστικά για πρόσωπα, τρόμος κατά της ζωής των διαφωνούντων και των οικογενειών τους…..

Όλα χωρίστηκαν. Καφενεία και μπακάλικα. Ακόμη και οι γάτες του ενός έχασαν το δικαίωμα να περνούν στην αυλή του άλλου. Είναι απίστευτο το πώς ο φανατισμός βλέπει πρόσωπα και χρώματα ακόμη και σε αυτές τις χαδιάρικες ψυχές.

cats

(Image by Dimitris Pantikidis)

Τα πράγματα ψυχράνθηκαν.

Οι αυλές γύρισαν πλάτες.

Οι “Καλημέρες” στο δρόμο έστρεφαν το κεφάλι αλλού.  Και όλα ρυθμιζόντουσαν από τη νοητή “κονκάρδα” του χρώματος που φορούσε ο πατέρας της οικογένειας.

Τα παιδιά δεν σταμάτησαν να παίζουν στο δρόμο μαζί.

Τί κι αν κάποιοι μεγάλοι προσπάθησαν να δηλητηριάσουν τις σχέσεις τους.

Μπορεί να βρισκόντουσαν στο δρόμο κοιτώντας ειρωνικά ο ένας τον άλλον, γιατί έτσι τους είχε πει ο μπαμπάς ή η μαμά, αλλά αρκούσε μία πρόταση “Παίζουμε τζαμί;”, για να ξεχαστούν όλα και το παιχνίδι να γίνει ένα με μόνα χρώματα αυτά του ουράνιου τόξου που υπήρχε πάνω από τα κεφάλια τους από τα χαμόγελα και τις χαρούμενες φωνές.

Υπήρχαν άνθρωποι που δεν έβλεπαν χρώματα στους φίλους τους.

Έβλεπαν την παρέα τους. Τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί και τους είχαν “δέσει”.

Στα δύσκολα, στα όμορφα, στα τραπέζια στις γιορτές, στις εκδρομές στο δάσος…

Υπήρχαν άνθρωποι, που συνέχιζαν να χαμογελούν σε όλους, γιατί ένιωθαν ότι δεν ήταν εχθροί. Ζούσαν όλοι μαζί.

Τί κι αν πίστευαν έτσι; Εισέπραξαν την ψυχρότητα, την πλάτη που γύρισε, τα πικρά λόγια. Δεν αντέστρεψαν τις συμπεριφορές. Κράτησαν την πίκρα και την έθαψαν βαθιά, γιατί πίστευαν ότι δεν άξιζε σε κανέναν. Ούτε καν σε αυτόν που την έβγαζε από μέσα του να την πετάξει έτσι, απρόκλητα.

Τα χρόνια πέρασαν και οι κάτοικοι του μικρού χωριού σκορπίστηκαν σταδιακά στα 4 σημεία του ορίζοντα. Χάθηκαν για μεγάλο διάστημα. Τα παιδιά μεγάλωσαν  έχοντας κάπου βαθιά μέσα τους την πίκρα των γονιών τους και τον απροσδιόριστο υποσυνείδητο φόβο, που είχε προκληθεί από εκείνες τις απειλητικές φωνές αγνώστων που ακουγόντουσαν στο δρομάκι της γειτονιάς έξω από το σπίτι τους.

Πέρασαν 30 χρόνια από τότε.

Ένας γάμος συγκέντρωσε κάποιους από τους γείτονες εκείνου του χωριού. Τα μαλλιά έχουν ξεπεράσει το γκρίζο και είναι άσπρα, οι ρυτίδες έχουν βαθύνει αλλά έχουν μαλακώσει.

Τα μάτια συναντιούνται και το χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό τους.

Μοιράζονται νέα για τις ζωές τους, τα παιδιά τους που έπαιζαν στο δρόμο της γειτονιάς, που έχουν πια  δικά τους παιδιά.  Μιλούν για τον πόνο τους για τους ανθρώπους τους που έφυγαν. Για αρρώστιες που τους βασάνιζαν και τους βασανίζουν. Για δυσκολίες. Για χαρές. Για τις εναλλαγές της ζωής.

Για τόσες σημαντικές στιγμές.

Σημαντικές στιγμές που δεν μοιράστηκαν στο πέρασμα των χρόνων.

Δεν ήταν εκεί ο ένας για τον άλλο.

Αυτοί που για χρόνια μοιράζονταν το ίδιο αγιόκλημα στο χώρισμα των αυλών τους.

Αυτοί που έζησαν τη χαρά της γέννησης των παιδιών τους, τα πρώτα τους ξενύχτια, τις πρώτες χαρές.

Αυτοί που ήταν οι συγγενείς της καρδιάς τους για χρόνια.

“Γιατί χαθήκαμε; Πόσα λάθη έγιναν;”, ρώτησε o ένας.

“Ας τα ξεχάσουμε αυτά.”, είπε ο μπαμπάς μου.

Και του χαμογέλασε.

 

Τί κι αν ζούμε στην πόλη. Και οι δικές μας αυλές είναι δίπλα. Οι ψηφιακές και όποιες άλλες.
Ας μην πικραίνουμε ο ένας τον άλλον.

Τα χρόνια περνούν και οι στιγμές φεύγουν.

Ας έχουμε αυτό στο μυαλό μας. 🙂

Μαμά Μαμαδοπούλου

4 Σχόλια

  • Reply Ελίνα 4 Ιουλίου, 2015 at 9:48 μμ

    Όσο και να σε διαβάζω, ποτέ δε σε χορταίνω!

    • Reply KidsCloud 5 Ιουλίου, 2015 at 9:15 μμ

      <3

  • Reply Flora 6 Ιουλίου, 2015 at 12:11 πμ

    Κοριτσάκι μου…

    • Reply KidsCloud 9 Ιουλίου, 2015 at 6:54 μμ

      <3

    Leave a Reply

    You Might Also Like

     

    Εγγραφείτε στο newsletter για να μαθαίνετε νέα για εκδηλώσεις, βιβλία,
    διαγωνισμούς κ.α.

    Διεύθυνση email

    Subscribe!